- λώματος
- λώ̱ματος , λῶμαhemneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωμάτιση — η [λωματίζω] η επιρραφή λώματος γύρω από το ιστίο, το γραντολόγημα … Dictionary of Greek
ποδίσκος — ο, ΝΑ μικρό πόδι, ποδαράκι νεοελλ. 1. βοτ. ο μίσχος, ο άξονας από τον οποίο κρέμεται άνθος ή καρπός 2. ναυτ. είδος πρόποδα με τον οποίο δένεται σταθερά το κάτω άκρο τού πρωραίου λώματος τών τριγωνικών και τών τραπεζοειδών ιστίων, κν. μπάνιο.… … Dictionary of Greek